- λιποστρατιώτης
- λῐποστρᾰτ-ιώτης, ου, ὁ,A deserter, dub. l. in App.Pun.115.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιποστρατιώτης — λιποστρατιώτης, ὁ (Α) αυτός που εγκατέλειψε τον στρατό, λιποτάκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + στρατιώτης] … Dictionary of Greek
λιποστρατιώτης — deserter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek